- αἰδοίῳ
- αἰδοί̱ῳ , αἰδοῖονprivy partsneut dat sgαἰδοί̱ῳ , αἰδοῖοςhaving a claim to regardmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξορθιάζω — ἐξορθιάζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω 2. φρ. «ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ» με σηκωμένο το πέος (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορθιάζω «φωνάζω με οξεία φωνή» (< όρθιος < ορθός)] … Dictionary of Greek